- κιβάριον
- κιβάριον, τὸ (Α)χοντρό αλεύρι κατώτερης ποιότητας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cibarium].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιβάριος — κιβάριος, ὁ (Α) [κιβάριον] (ενν. άρτος) πιτυρούχος άρτος … Dictionary of Greek
κιβαρίτης — κιβαρίτης, ὁ (Μ) πιτυρούχος άρτος, ψωμί παρασκευασμένο από αλεύρι κακής ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιβάριον + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, οριγαν ίτης)] … Dictionary of Greek
κιβαρόν — κιβαρόν, τὸ (Μ) κιβαρίτης·. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος μσν. τ. του κιβάριον*] … Dictionary of Greek